- Κοράγιον
- Κοράγιον, τὸ (Α) [Κοραγοί]επιγρ.1. το ιερό στο οποίο τελούνταν εορτή προς τιμήν τής Περσεφόνης στη Μαντίνεια2. στον πληθ. τά Κοράγιαη εορτή που τελούνταν στη Μαντίνεια προς τιμήν τής Περσεφόνης για την επιστροφή της από τον Άδη.
Dictionary of Greek. 2013.